- Γύζης, Νικόλαος
- (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική πορεία, που αρχίζει με το ορμητικό νεανικό ξεκίνημα της ιδιοφυΐας του την εποχή των μαθητικών του χρόνων, προχωρεί σε ηθικές και μορφολογικές αναγωγές με τα ηθογραφικά θέματα της νεότητας και της ακμής του, αποκτά ύστερα βαθύτερο πνευματικό περιεχόμενο με τις συμβολικές απεικονίσεις αφηρημένων εννοιών, για να καταλήξει στα εκστατικά θρησκευτικά οράματα των τελευταίων του χρόνων.
Η καλλιτεχνική κλίση του Γ. εκδηλώθηκε από την παιδική του ηλικία και καλλιεργήθηκε αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών του Πολυτεχνείου, όπου ο καλλιτέχνης σπούδασε με δασκάλους τους Φίλιππο και Γεώργιο Μαργαρίτη και τον Λ. Θείρσιο. Το 1886 συνέχισε την εκπαίδευσή του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου ως υπότροφος του Ευαγούς Ιδρύματος του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου. Στο Μόναχο δεν άργησε να διακριθεί και να γίνει δεκτός στο εργαστήριο του Καρλ Τέοντορ φον Πιλότι, του σημαντικότερου τότε ζωγράφου της Βαυαρίας. Το μαθητικό έργο του Γ. αντανακλά
τη ρομαντική αντίδραση του δασκάλου του στον νεοκλασικισμό και ακολουθεί την επαναφορά στη γερμανική ζωγραφική του χρώματος και των ρωπογραφικών θεμάτων εμπνευσμένων από την ολλανδική παράδοση. Οι πίνακές του της εποχής αυτής Ιουδήθ και Ολοφέρνης (1869), Ο Ιωσήφ εις την φυλακήν (1869, Τήνος, Συλλογή Ναού Ευαγγελιστρίας), Επιθεώρησις των σκύλων (1870), Ειδήσεις νίκης (1871) κ.ά. χαρακτηριστικοί για την ελευθερία του σχεδίου, τον χρωματικό πλούτο και το ζωντανό πνεύμα τους, απέσπασαν πολλούς επαίνους και βραβεία. Το 1872 έχοντας την πρόθεση να σταδιοδρομήσει στην Ελλάδα, πήγε στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ταξίδεψε με τον Νικηφόρο Λύτρα στη Μικρά Ασία.
Αλλά οι περιορισμένες δυνατότητες της ελληνικής πρωτεύουσας, ανεπαρκείς για την ανάπτυξή του, τον ανάγκασαν το 1874 να ξαναφύγει με τον Λύτρα για το Μόναχο. Εκεί εγκαταστάθηκε οριστικά αποκομίζοντας από την παραμονή του στην Ελλάδα ένα πλούσιο υλικό από σχέδια και σπουδές, που τροφοδότησαν τη μεγάλη σειρά των ηθογραφικών θεμάτων του.
Παρά την ακατάπαυστη νοσταλγία του, ο Γ. κατόρθωσε να πραγματοποιήσει σε όλη του τη ζωή μόνο δύο σύντομα ταξίδια στην Ελλάδα, το 1877, όταν παντρεύτηκε την Άρτεμη Νάζου, και το 1895· δεν σταμάτησε όμως ποτέ να αντλεί από αυτή τα θέματα, τις εμπνεύσεις και τα ιδανικά του. Στους ηθογραφικούς πίνακές του χρησιμοποίησε ως πρώτη ύλη τη σύγχρονή του πραγματικότητα της ελληνικής υπαίθρου και προσπάθησε να τη μετουσιώσει και να της δώσει ηθικές και πνευματικές προεκτάσεις.
Με συνεχή και συστηματική επιλογή στις μορφές και στις κινήσεις, με σχεδιαστικές αφαιρέσεις και συνθετικές απλοποιήσεις, με αυστηρούς περιορισμούς στις γοητευτικές αρμονίες του χρώματος, ο Γ. διένυσε ένα στάδιο ζωγραφικής ασκητικής, επιζητώντας να απαλλάξει την τέχνη του από κάθε περιττό στοιχείο και να της δώσει την περιεκτικότητα εκείνη που θα της επέτρεπε να προχωρήσει σε έννοιες καθολικότερης σημασίας προς τις οποίες έτεινε το πνεύμα του. Στον ηθογραφικό αυτό κύκλο ανήκουν τα έργα: Πρώτη εξομολόγησις (1875), Αρραβώνες των παιδιών (1875 και επανάληψη του έργου 1877, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα), Κρυφτούλι (1882), Παραμύθι της γιαγιάς (1883), Μικρός σοφός (1884), Χαρτομάντισσα (1885, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα), Κρυφό Σχολειό (1886, ιδιωτική συλλογή, Αθήνα), Καλομάννα (συλλογή Ε. Κουτλίδη, Αθήνα), Αποκρηά στην Αθήνα (1886, Νέα Πινακοθήκη Μονάχου), Τάμα (1875) κ.ά. Η σοβαρή και επιμελημένη εργασία του επιβλήθηκε στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στη Γερμανία και απέσπασε επανειλημμένους επαίνους και εξαιρετικές τιμητικές διακρίσεις, που κατέληξαν στον διορισμό του στη θέση του καθηγητή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών στο Μόναχο.
Μια αντίστροφη πνευματική διεργασία χαρακτηρίζει τον τρίτο κύκλο των συνθέσεών του, τον συμβολικό. Πλέον, το ύφος της τεχνικής του ωριμότητας του επέτρεπε να δώσει στις αφηρημένες έννοιες πραγματική υπόσταση. Σε αυτή τη φάση πάλι εμπνεύστηκε από την Ελλάδα, όχι πια τη σύγχρονη και θλιβερή, αλλά την αρχαία, αυτή που δημιούργησε τον πολιτισμό, και την πλησίασε όχι με μιμητική διάθεση, αλλά με την αφαιρετική εξέλιξη της ζωγραφικής του.
Οι μορφές του, υπερήφανες και αυστηρές ή πανάλαφρες και γεμάτες χάρη, αναβιώνουν πέρα από κάθε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και βρίσκουν σωστή θέση στην ευρύτερη διακοσμητική αντίληψη των πινάκων και των σχεδίων του. Απρόσωπες καθολικές υποστάσεις, ονοματίζονται από τα σύμβολά τους και καθορίζονται με μια διανοητική περιεκτική γραμμή που θυμίζει ανάλογα επιτεύγματα της κλασικής αττικής αγγειογραφίας. Αυτές τις μορφές, που συνοδεύονται από ελαφρούς και ευαίσθητους χρωματικούς τόνους, δεν δίστασε ο Γ., όπως οι αρχαίοι τεχνίτες, να τις προσφέρει σε ό,τι καταπιάστηκε εκείνη την εποχή, από μεγάλους πίνακες έως σήματα και διαφημίσεις ιδρυμάτων, επιχειρήσεων ή θεσμών.
Ο μεγάλος αυτός κύκλος της εργασίας του άρχισε να διαφαίνεται αρκετά νωρίς με τον πίνακα Η τέχνη και τα πνεύματα (1876) του δημαρχείου του Μονάχου και εξελισσόταν συνεχώς, για να τελειώσει με τη μεγάλη του σύνθεση Η αποθέωση της Βαυαρίας, έργο στο οποίο εργάστηκε τέσσερα χρόνια (1895-99), αλλά δυστυχώς χάθηκε ύστερα από τον βομβαρδισμό του Μουσείου των Τεχνών της Νυρεμβέργης, όπου ήταν τοποθετημένο. Στον ίδιο κύκλο ανήκουν ο διακοσμητικός πίνακας για την οροφή του μουσείου της Καϊζερσλάουτερν της Βαυαρίας (1880), Ηεαρινή συμφωνία (1886, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα), το λάβαρο του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών (1887), ΗΙστορία (1892, Λέσχη Καλλιτεχνών Μονάχου), Ηαρμονία (1894, για την εταιρεία πιάνων Ίμπαχ), το δίπλωμα των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων (1896), Ηαράχνη (1897), Ηποίησις (1897), Θεωρία και πράξις (δίπλωμα του πολυτεχνείου του Μονάχου) και πολλά άλλα.
Στην τελευταία περίοδο της ζωής του ζωγράφου εμφανίστηκαν τα χριστιανικά θρησκευτικά θέματα. Το πνεύμα του άρχισε να κατέχεται από βαθιές μυστικιστικές εξάρσεις, που έδωσαν τον χαρακτήρα τους και σε ορισμένα έργα που δεν έχουν θρησκευτικό περιεχόμενο, όπως στη Δόξα, στην οποία εμπνεύστηκε από το ποίημα του Σολωμού. Η ζωγραφική του δημιουργούσε πλέον εικονίσματα στα οποία το σχέδιο υποχωρεί εμπρός στις τραγικές εντάσεις του χρώματος, έκφρασης της ύστατης οδύνης της ψυχής.
Από το 1894 είχε αρχίσει να επεξεργάζεται τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα). Με τις σπουδές των αρχαγγέλων για τη Θεμελίωση της Πίστεως που δεν πρόλαβε να εκτελέσει, ολοκληρώθηκε η ζωή και το έργο ενός από τους σημαντικότερους νεοέλληνες καλλιτέχνες.
Μέσα στο μεγάλο έργο του Γ., εκτός από τα άπειρα σχέδια και τις νεκρές φύσεις, έχουν την ιδιαίτερη θέση τους οι θαυμάσιες προσωπογραφίες συνήθως μελών της οικογένειάς του και φίλων, ολοζώντανες μαρτυρίες του μεγάλου ταλέντου, της δεξιοτεχνίας και της οξύτητας της παρατηρητικότητάς του.
Η «Εαρινή συμφωνία», έργο του Νικόλαου Γύζη (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα).
«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», πίνακας του Νικόλαου Γύζη (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα).
Λεπτομέρεια από την ελαιογραφία «Λουλούδια» του Νικόλαου Γύζη (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα· φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
«Η τέχνη και τα πνεύματά της», πίνακας του Νικόλαου Γύζη (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα· φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Ελαιογραφία με τίτλο «Κου-κου» του Νικόλαου Γύζη (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα· φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Λεπτομέρεια από το έργο «Ανατολίτης» του Νικόλαου Γύζη (Συλλογή Κουτλίδη· φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Λεπτομέρεια από τα «Αρραβωνιάσματα», μία ελαιογραφία του Νικόλαου Γύζη (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα· φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
«Η καλομάννα», ελαιογραφία του Νικόλαου Γύζη (Συλλογή Κουτλίδη· φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Tο «Κρυφό Σχολειό», έργο που ανοίκει στον ηθογραφικό κύκλο του νικόλαου Γύζη (ιδιωτική συλλογή· φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
O ζωγράφος Νικόλαος Γύζης σε χαρακτικό του Breudamour.
Dictionary of Greek. 2013.